- καρίδες
- κᾱρίδες , καρίςshrimp (Crangonfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
τιμοκαρίδες — αἱ, Α μικρές γαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τιμή + καρίδες «μικρές γαρίδες»] … Dictionary of Greek
μακρόουρα — (macrura). Υπόταξη των δεκαπόδων μαλακοστράκων καρκινοειδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη και συμμετρική κοιλιά που σκεπάζεται από τον θυρεό. Συνήθως, έχουν μακρύ σώμα, με μακριές αισθητήριες κεραίες και μεγάλο πτερύγιο στην ουρά.… … Dictionary of Greek